- μεταμάθησις
- μεταμάθησις, ἡ (Α)[μεταμανθάνω](κατά τον Φιλόπονο) η μεταβολή από τις αληθείς δοξασίες στις ψευδείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταμάθησιν — μεταμάθησις fem acc sg μεταμανθάνω learn differently aor subj mp 2nd sg (epic) μεταμανθάνω learn differently aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμαθήσῃ — μεταμαθήσηι , μεταμάθησις fem dat sg (epic) μεταμανθάνω learn differently fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)